- βαβυλώνιος
- -α, -ο (AM βαβυλώνιος, -ία, -ιον)1. ο βαβυλωνιακός2. ως ουσ. ο κάτοικος της Βαβυλώνας ή της Βαβυλωνίας3. φρ. α) «βαβυλώνιος αἰχμαλωσία» — η περίοδος κατά την οποία οι Ισραηλίτες έμειναν εξόριστοι στη Βαβυλώνα (606-538 π.Χ.)β) «βαβυλώνια αἰχμαλωσία τῶν παπῶν» — η περίοδος (1309-1377), κατά την οποία οι πάπες αναγκάστηκαν να εδρεύσουν στην Αβινιόν της Γαλλίαςαρχ.«βαβυλώνιοι πίνακες» — αστρονομικοί πίνακες που βρέθηκαν στη Βαβυλώνα κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Dictionary of Greek. 2013.